- γέροντας
- I
Ονομασία δύο οικισμών.1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδος του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται βόρεια της Ερέτριας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερετρίας.2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 450 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νέστου του νομού Καβάλας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Χρυσούπολης.IIΠαραλιακό χωριό της Καρίας στα μικρασιατικά παράλια, ΒΑ του ομώνυμου ακρωτηρίου και σε απόσταση 18 χλμ. από την αρχαία Μίλητο.ναυμαχία του Γ. Το 1824 η Τουρκία, εξαιτίας των δυσκολιών που αντιμετώπιζε στην προσπάθειά της να καταπνίξει την Ελληνική Επανάσταση, ζήτησε την ενίσχυση του αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μοχάμετ Άλι, ο οποίος ανταποκρίθηκε στο αίτημά της στέλνοντας τον στόλο του με αρχηγό τον Χουσεΐν μπέη σε βοήθεια του τουρκικού. Ο εχθρικός στόλος, αφού κατέλαβε την Κρήτη (6 Ιουνίου 1824), στράφηκε προς τα Ψαρά, τα οποία και κατέστρεψε (10 Ιουλίου 1824). Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στα νερά της Σάμου, όπου ήταν αγκυροβολημένα τα ελληνικά σκάφη, τα οποία τον εξανάγκασαν να καταφύγει στην περιοχή μεταξύ της Κω και της Αλικαρνασσού και να περιμένει τις νέες αιγυπτιακές ενισχύσεις με τον Ιμπραήμ. Το πρωί της μέρας της ναυμαχίας (28 Αυγούστου 1824), ο Αιγύπτιος ναύαρχος, βλέποντας ότι τα ελληνικά πλοία ήταν διασκορπισμένα εξαιτίας της νηνεμίας που επικρατούσε στον κόλπο του Γ., όπου είχαν προσορμιστεί, αποφάσισε να επωφεληθεί και να επιτεθεί εναντίον τους. Τα ελληνικά σκάφη με επικεφαλής τον Αντρέα Μιαούλη κατόρθωσαν, με τους μπουρλοτιέρηδες Παπανικολή, Νικόδημο, Ματρόζο και Πιπίvo, να απωθήσουν τα τουρκικά, που τα διοικούσε ο Χοσρέφ, και να αντεπιτεθούν ενωμένα, προκαλώντας σοβαρά πλήγματα στον εχθρό, ιδιαίτερα με την επιδέξια χρησιμοποίηση των πυρπολικών με τα οποία έκαψαν μία τυνησιακή φρεγάτα και υποχρέωσαν τα υπόλοιπα εχθρικά πλοία να υποχωρήσουν προς τα νότια. Η νίκη αυτή τόνωσε το ηθικό των Ελλήνων.* * *ο (θηλ. γερόντισσα) (AM γέρων, Μ γερόντισσα)ηλικιωμένος, γέροςμσν.- νεοελλ.1. προσφώνηση σεβάσμιων ηλικιωμένων ανθρώπων ή κληρικών και μοναχών2. ο γέροντας κάποιου μοναχού ή κληρικού, ο πνευματικός του πατέραςνεοελλ.στον πληθ. γερόντοι και γέροντεςάρχοντες, προεστοί, δημογέροντεςαρχ.στον πληθ. γέροντες1. αρχηγοί, στρατηγοί, ηγέτες2. γερουσιαστές (κυρίως τής Σπάρτης)(στον ενικό)1. ξεμωραμένος γέρος2. εργαλείο από το οποίο κρεμούσαν τα στουπιά για να τά κλώσουν3. ως επίθ. παλαιός, αρχαίος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στην ινδοευρ. ρίζα *ĝer-ont- «παλιός». Πιθ. πρόκειται για παλιά μετοχή συνδεόμενη με τα αρχ. ινδ. jarant- και αρμ. cer, -oy «γέρος». Ο τ. γέρων μεταπλάστηκε στη Νέα Ελληνική σε γέρος*. Με τη λ. γέρων/γέροντας ως α' και β' συνθετικό σχηματίστηκαν πολλά σύνθετα τής Ελληνικής.ΠΑΡ. γεροντεύω, γεροντικός, γερόντιο(ν), γερώαρχ.γερόντειος, γεροντίζω, γεροντιώ, γερούσιοςμσν.γεροντίαςνεοελλ.γερόντιος.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) γεροντομανίααρχ.γερονταγωγώ, γεροντογρᾴδιο, γεροντοδιδάσκαλοςμσν.γεροντοειδήςμσν.- νεοελλ.γεροντοκόμοςνεοελλ.γεροντάματα, γερονταφήνω, γεροντοδρόσια, γεροντοδερμία, γεροντοθεραπεία, γεροντοκόρη, γεροντοκόριτσο, γεροντοκρατία, γεροντόλογα, γεροντολογία, γεροντομοίρι, γεροντομορφία, γεροντομπασμένος, γεροντοπαλήκαρο, γεροντόπαχο, γεροντοπέφτω, γεροντόπιασμα, γεροντοτρόφια, γεροντοφέρνω, γεροντοφιλία, γεροντοφοδία, γεροντωπός. (Β' συνθετικό) δημογέρωναρχ.αρχιγέρων, γερανογέρων, δρυψογέρων, εσχατογέρων, ηριγέρων, κυφογέρων, μονογέρων, νωδογέρων, παιδαριογέρων, πατρογέρων, προγέρων, συγγέρων, τριγέρων, τυμδογέρων, τυφογέρων, φιλογέρων, ωμογέρων].
Dictionary of Greek. 2013.